- ρεβεγιόν
- το άκλ. церк, сочельник, канун Рождества
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεβεγιόν — το, Ν νυχτερινή γιορτή ή διασκέδαση την παραμονή τών Χριστουγέννων και τής Πρωτοχρονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reveillon (< ρ. reveiller «ξυπνώ»)] … Dictionary of Greek
ρεβεγιόν — το (λ. γαλλ.), νυχτερινή γιορτή των καθολικών την παραμονή των Χριστουγέννων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)